αντισπώ

αντισπώ
ἀντισπῶ (-άω) (Α)
1. έλκω, σύρω κάποιον προς τα πίσω, συγκρατώ, αναχαιτίζω
2. παρασύρω, κατευθύνω προς κάτι άλλο
3. (-ώμαι) εμποδίζομαι, σύρομαι προς την αντίθετη κατεύθυνση
4. έλκω προς τον εαυτό μου
5. έλκω προς το μέρος μου, προσελκύω
6. αρπάζομαι, συγκρατούμαι από κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀντισπῶ — ἀ̱ντισπῶ , ἀντισπάω draw the contrary way imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀντισπάω draw the contrary way pres imperat mp 2nd sg ἀντισπάω draw the contrary way pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀντισπάω draw the contrary way pres ind act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”