- αντισπώ
- ἀντισπῶ (-άω) (Α)1. έλκω, σύρω κάποιον προς τα πίσω, συγκρατώ, αναχαιτίζω2. παρασύρω, κατευθύνω προς κάτι άλλο3. (-ώμαι) εμποδίζομαι, σύρομαι προς την αντίθετη κατεύθυνση4. έλκω προς τον εαυτό μου5. έλκω προς το μέρος μου, προσελκύω6. αρπάζομαι, συγκρατούμαι από κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.